σχοινουργός

σχοινουργός
ὁ, ΜΑ
μσν.
σχοινοπλόκος
αρχ.
αυτός που μετρά αγροτικές εκτάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ουργός (< ἔργον*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχοινουργούς — σχοινουργός land surveyor masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • σχοινουργία — ἡ, Α [σχοινουργός] καταμέτρηση τμήματος γης με σχοινί, σχοινισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”